- πόα
- Γένος φυτών (οικογένεια: αγρωστίδες ή γραμμινίδες, μονοκοτυλήδονα) που είναι από τα πιο κοινά στα βοσκοτόπια και στα λιβάδια, όπου σχηματίζουν τούφες συνήθως αραιές. Φύονται στις χλοερές τοποθεσίες διάφορα είδη (π. η λειμώνια, π. η ετησία, π. η κοινή, π. η βολβώδης, π. η άλπεια), από την πεδιάδα μέχρι τα όρια των αιώνιων χιονιών, με μικρές μεταβολές στη μορφή. Κοινότατη στην Ελλάδα, στα φυσικά λιβάδια, είναι η π. η λειμώνια, ένα από τα καλύτερα νομευτικά και κτηνοτροφικά φυτά. Έχει φύλλα γραμμοειδή, ταινιόμορφα-μυτερά με γλωσσίδιο κοντό και ακρότομο. Στην ανθοταξία, που είναι αραιή φόβη, τα σταχύδια είναι διαταγμένα κανονικά κατά ορόφους και φέρονται από ποδίσκους που φύονται ανά 3-5 κατά ημισπονδύλους· κατά την άνθηση η ανθοταξία πλαταίνει και παίρνει μια γαλαζόχρωμη απόχρωση.
Επίσης εξαιρετικό κτηνοτροφικό φυτό είναι ηπ. η κοινή, που έχει γλωσσίδιο πιο μακρύ και μυτερό· ηπ. η βολβώδης, που είναι αρκετά πιο μικρή σε διαστάσεις και φέρει ένα είδος βολβού στη βάση, είναι κατώτερης αξίας.
Η π. η άλπεια αποτελεί βασικό φυτό των αλπικών βοσκοτόπων, όπου σχηματίζει τούφες ύψους 30-40 εκ. και ανθίζει από τον Ιούνιο ως τον Αύγουστο. Έχει φύλλα με έλασμα πιο βραχύ και γλωσσίδιο επίμηκες-μυτερό στα ανώτερα και κοντό-ακρότομο στα κατώτερα. Είναι αρκετά πιο μικρή σε διαστάσεις, με άνθη διατεταγμένα κατά βραχεία και πυκνή φόβη· τα σταχύδια είναι ωοειδή με 4-8 ιώδη άνθη το καθένα. Ηπ. των δασών εμφανίζεται συχνά στα δροσερά δάση.
Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει ακόμα 13 είδη, όπως την π. την τριχόφυλλο, την π. την ελόβια, την π. τη γλαυκή, την π. την πεπιεσμένη, την π. την πυγμαία κ.ά.
Η πόα η λειμώνια είναι ένα κτηνοτροφικό φυτό, το οποίο φυτρώνει σε όλη την ελληνική ύπαιθρο.
* * *η, ΝΜΑ, επικ. τ. ποίη, δωρ. τ. ποία, βοιωτ. τ. πύας, -αο, Α1. φυτό τού οποίου οι βλαστοί δεν έχουν υποστεί δευτερογενή κατά πάχος αύξηση και αποξύλωση, είναι δηλαδή μαλακοί και πράσινοι και πεθαίνουν κάθε χρόνο2. κάθε είδους χόρτο, πρασινάδα («ἡ γῆ δ' ἀνάγκῃ τίκτουσα ποίαν», Ευρ.)νεοελλ.βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη ποώδη, οικογένεια αγρωστώδηαρχ.1. φαρμακευτικό φυτό («καλοῡσι πόαν ἔνια τῶν φαρμακωδῶν οἱ ῥιζοτόμοι», Θεόφρ.)2. στρώμα χλόης, τόπος χλοερός («ἔνθα δὴ Ἀγησίλαος καὶ οἱ περὶ αὐτὸν τριάκοντα χαμαὶ ἐν πόᾳ τινὶ κατακείμενοι ἀνέμενον», Πλούτ.)3. χόρτο για ζωοτροφή4. μτφ. α) καλοκαίριβ) χρόνος, έτος («ἐπ' ἐννέα ποίας», Καλλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πόα (< *ποιFā) συνδέεται με το λιθουαν. pieva «λιβάδι». Η σύνδεση τής λ. με τα πῖαρ και ποιμήν δεν θεωρείται πιθανή].
Dictionary of Greek. 2013.